«Όταν σταματάς, αρχίζεις να νιώθεις»

Woman stands alone on a vast salt flat under a bright blue sky with clouds.

Μια παράξενη σιωπή πλανάται πάνω από την εποχή μας. Δεν είναι η σιωπή της γαλήνης — είναι εκείνη η εσωτερική παύση που πια φοβόμαστε να αντιμετωπίσουμε. Μοιάζει σαν να μην έχουμε πια χώρο ούτε για τις ίδιες μας τις σκέψεις. Κάθε φορά που μένουμε μόνοι με τον εαυτό μας, σχεδόν μηχανικά αρπάζουμε το κινητό, ανοίγουμε την τηλεόραση, παίζουμε μουσική, γεμίζουμε το κενό.

Και το ερώτημα έρχεται σχεδόν ψιθυριστά: πότε ήταν η τελευταία φορά που ένιωσες πραγματικά; Όχι που σκέφτηκες, όχι που αντέδρασες ή ανταποκρίθηκες — αλλά που βίωσες κάτι τόσο αληθινά, ώστε να σε αλλάξει έστω και λίγο;

Η απάντηση, για πολλούς από εμάς, είναι άβολη.

Το αόρατο βάρος της διάσπασης

Η σημερινή κοινωνία προωθεί την ταχύτητα ως αρετή και την πολυδιεργασία ως προτέρημα. Κάθε μας μέρα μοιάζει με ένα άλμα από ειδοποίηση σε μήνυμα, από εικόνα σε scroll, από σκέψη σε σκέψη χωρίς σταθερό έδαφος. Το αποτέλεσμα δεν είναι απλώς κόπωση· είναι μια βαθιά, υπαρξιακή διάσπαση.

Η προσοχή μας έχει γίνει θραυσματική. Αντί να εστιάζουμε σε κάτι με ουσία, επιπλέουμε σε μια ατελείωτη ροή ερεθισμάτων. Και όταν η προσοχή χάνεται, χάνεται μαζί της και η ικανότητα να συνδεθούμε. Όχι μόνο με τους άλλους, αλλά και με τον εσωτερικό μας κόσμο.

Ποιο είναι όμως το τίμημα αυτής της διάσπασης; Η απώλεια του συναισθήματος. Όταν δεν μένουμε αρκετά, όταν δεν κοιτάζουμε βαθιά, όταν δεν ακούμε σιωπηλά, δεν νιώθουμε. Απλώς περνάμε πάνω από την εμπειρία, όπως το δάχτυλο γλιστρά πάνω στην οθόνη.

Το συναίσθημα χρειάζεται χώρο

Δεν μπορούμε να νιώσουμε βιαστικά. Το συναίσθημα δεν γεννιέται στην πίεση του multitasking. Χρειάζεται χώρο για να αναπτυχθεί: σωματικό, ψυχικό, χρονικό. Χρειάζεται παύση. Στοχασμό. Μια ματιά στραμμένη προς τα μέσα και μια θέληση να παραμείνουμε, ακόμα κι όταν αυτό είναι άβολο.

Κι όμως, έχουμε μάθει να δραπετεύουμε από το αληθινό. Μας τρομάζει η σιωπή γιατί εκεί κρύβονται όλα όσα αναβάλαμε να αντιμετωπίσουμε. Η ανάγκη για συνεχή εξωτερική διέγερση δεν είναι αθώα συνήθεια. Είναι σύμπτωμα πολιτισμικής απώλειας. Έχουμε χάσει το νήμα που μας συνέδεε με τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων.

Δεν πρόκειται για τεμπελιά ή έλλειψη συγκέντρωσης. Πρόκειται για μια νέα μορφή υπαρξιακής φτώχειας. Ξέρουμε περισσότερα από ποτέ, αλλά νιώθουμε λιγότερο. Επικοινωνούμε συνεχώς, αλλά σχεδόν ποτέ σε βάθος.

Η κρίση της προσοχής είναι κρίση νοήματος

Η προσοχή δεν είναι απλώς μια νοητική λειτουργία. Είναι ο τρόπος που επιλέγουμε τι έχει αξία. Και αυτό καθορίζει ποιοι είμαστε. Οι παλιές κοινωνίες κοίταζαν τον κόσμο με δέος. Παρατηρούσαν τις εποχές, τις σκιές, τις σιωπές. Ο χρόνος κυλούσε κυκλικά, όχι γραμμικά. Η εμπειρία δεν μετρούσε σε likes, αλλά σε βάθος.

Σήμερα, ζούμε υπό τον τύραννο της ακαριαίας απόκρισης. Οι πλατφόρμες αγωνίζονται για την προσοχή μας με χρώματα, ειδοποιήσεις και αλγορίθμους. Μας εκπαιδεύουν να αντιδρούμε — όχι να παραμένουμε. Και έτσι, σιγά-σιγά, ξεχνάμε πώς είναι να ζεις κάτι ολοκληρωμένα.

Και όταν η προσοχή σπάει, το νόημα διαλύεται.

Η προσοχή ως μορφή αγάπης

Το να δώσεις προσοχή είναι ίσως η πιο βαθιά μορφή αγάπης. Όταν προσέχεις έναν άνθρωπο, του λες: σε βλέπω. Όταν αφιερώνεις χρόνο σε κάτι, το αναγνωρίζεις ως σημαντικό. Η αληθινή φροντίδα γεννιέται από αυτή την προσεκτική παραμονή. Όχι από την ταχύτητα ή την αποδοτικότητα.

Η προσοχή δεν είναι εύκολη σήμερα. Είναι πράξη αντίστασης. Μοιάζει σχεδόν επαναστατική. Το να σταθείς, να κοιτάξεις κάποιον στα μάτια, να ακούσεις χωρίς να σκρολάρεις, να αφιερώσεις χρόνο χωρίς να κοιτάξεις το ρολόι, είναι ηθική στάση ζωής. Δηλώνει παρόν.

Και εκεί — σε αυτή την αργή, ειλικρινή πράξη — αρχίζουμε να θυμόμαστε πώς είναι να νιώθεις. Να μην σε αγγίζει απλώς κάτι, αλλά να σε διαπερνά.

Η επανεκπαίδευση του βλέμματος

Δεν χρειαζόμαστε περισσότερα δεδομένα. Δεν χρειαζόμαστε περισσότερη πληροφορία. Χρειαζόμαστε παρουσία. Και αυτή δεν χτίζεται με ταχύτητα, αλλά με επιλογές:
– Να διαβάσουμε ένα βιβλίο χωρίς να κοιτάξουμε το κινητό.
– Να καθίσουμε σιωπηλοί δίπλα σε έναν άνθρωπο χωρίς να προσπαθήσουμε να γεμίσουμε την παύση.
– Να περπατήσουμε χωρίς ακουστικά, αφήνοντας τους ήχους του κόσμου να μας μιλήσουν.
– Να κοιτάξουμε ένα πρόσωπο χωρίς σκοπό, απλώς γιατί είναι εκεί.

Αυτές οι μικρές πράξεις είναι επαναστατικές. Είναι οι ρίζες ενός νέου τρόπου ύπαρξης. Και μέσα από αυτές, αρχίζει η ανακατάκτηση του νοήματος.

Τελικά, δεν μας λείπει ο χρόνος. Μας λείπει η προσοχή.

Και ίσως το πιο γενναίο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε σήμερα δεν είναι να προλάβουμε τα πάντα. Είναι να σταματήσουμε. Να μείνουμε. Να κοιτάξουμε λίγο παραπάνω. Να νιώσουμε λίγο βαθύτερα. Γιατί μόνο έτσι αρχίζουμε πραγματικά να ζούμε.

 

Συντάκτρια  Δέσποινα Μπλάτζα –https://morfeszois.com/

Μοιράσου αυτό το άρθρο!

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Κύλιση στην κορυφή